- μεταστρατοπέδευση
- ηη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταστρατοπεδεύω, αλλαγή στρατοπέδου, μεταφορά στρατοπέδου σε άλλο μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταστρατοπεδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.